ιππεύω

ιππεύω
(ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς]
ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω
νεοελλ.
1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα
2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά
αρχ.
1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.)
2. (για λαούς) έχω τη συνήθεια, την κλίση ή την ικανότητα να είμαι καλός ιππέας («ἱππεύει ταῡτα τὰ ἔθνη», Ηρόδ.)
3. (για τον άνεμο) φυσώ ορμητικά, δυνατά («ζεφύρου πνοαῑς ἱππεύσαντος», Ευρ.)
4. (μτφ., ποιητ.) εφορμώ για να κάνω κάτι («ἱππεύω πρὸς φόνον», Ευρ.)
5. ανεβαίνω σε όνο ή ημίονο («ἐπ' ὄvου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα», Λουκιαν.)
6. υπηρετώ στο ιππικό («τούτους ἡγεμόνας εἶναι πάντων τῶν ἱππευσάντων», Πλάτ.)
7. ανήκω στην κοινωνική τάξη τών ιππέων
8. (για άλογα) έχω πάνω μου αναβάτη
9. οδηγώ άρμα ή άμαξα με δύο ή τέσσερεις ίππους
9. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἱππεῡον
η τάξη τών ιππέων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἱππεύω — to be a horseman pres subj act 1st sg ἱππεύω to be a horseman pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππεύω — ιππεύω, ίππευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιππεύω — ίππευσα 1. ανεβαίνω σε άλογο, πηγαίνω έφιππος. 2. φρ., «Iππεύω τον Πήγασο», ασχολούμαι με την ποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱππεύῃ — ἱππεύω to be a horseman pres subj mp 2nd sg ἱππεύω to be a horseman pres ind mp 2nd sg ἱππεύω to be a horseman pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππευσάντων — ἱππεύω to be a horseman aor part act masc/neut gen pl ἱππεύω to be a horseman aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππευόντων — ἱππεύω to be a horseman pres part act masc/neut gen pl ἱππεύω to be a horseman pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππεῦον — ἱππεύω to be a horseman pres part act masc voc sg ἱππεύω to be a horseman pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππεύει — ἱππεύω to be a horseman pres ind mp 2nd sg ἱππεύω to be a horseman pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππεύοντα — ἱππεύω to be a horseman pres part act neut nom/voc/acc pl ἱππεύω to be a horseman pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππεύοντι — ἱππεύω to be a horseman pres part act masc/neut dat sg ἱππεύω to be a horseman pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”